καλλωπισμός NOUN

Count: 66

ShortDef

an adorning oneself, making a display

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καλλωπισμός)
LSJ (καλλωπισμός)
Anabasis Mather (καλλωπισμός)
Middle Liddell (καλλωπισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καλλωπισμός (ADJ) 1

Form List

form parse count
καλλωπισμὸς NOM.SG MASC 7
καλλωπισμός NOM.SG MASC 4
καλλωπισμὸν ACC.SG MASC 18
καλλωπισμόν ACC.SG MASC 9
καλλωπισμοῦ GEN.SG MASC 21
καλλωπισμῷ DAT.SG MASC 4
καλλωπισμούς ACC.PL MASC 1
καλλωπισμοὺς ACC.PL MASC 1
καλλωπισμοῖς DAT.PL MASC 1