ἐπίκτητος ADV
Count: 22
ShortDef
gained besides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ἐπίκτητος)
LSJ (ἐπίκτητος)
Middle Liddell (ἐπίκτητος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἐπίκτητος
(ADJ)
351
ἐπίκτητος
(NOUN)
97
ἐπικτητός
(NOUN)
2
Ἐπίκτητος
(ADJ)
1
Ἐπίκτητος
(NOUN)
1