θεραπευτής NOUN

Count: 137

ShortDef

one who serves the gods, a worshipper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (θεραπευτής)
LSJ (θεραπευτής)
Middle Liddell (θεραπευτής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

θεραπευτής (ADJ) 6
θεραπευτής (VERB) 3

Form List

form parse count
θεραπευτὴς NOM.SG MASC 12
θεραπευτής NOM.SG MASC 7
θεραπευτὴν ACC.SG MASC 18
θεραπευτήν ACC.SG MASC 6
θεραπευτοῦ GEN.SG MASC 1
θεραπευτῇ DAT.SG MASC 6
θεραπευταὶ NOM.PL MASC 21
θεραπευταί NOM.PL MASC 11
θεραπευτὰς ACC.PL MASC 15
θεραπευτάς ACC.PL MASC 7
θεραπευτὰϲ ACC.PL MASC 1
θεραπευτάϲ ACC.PL MASC 1
θεραπευτῶν GEN.PL MASC 10
θεραπευταῖς DAT.PL MASC 17
θεραπευταῖϲ DAT.PL MASC 1
θεραπευταὶ VOC.PL MASC 1
θεραπευταί VOC.PL MASC 1
θεραπευταὶ NOM.PL FEM 1