συμμαχικός ADJ

Count: 199

ShortDef

of or for alliance

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμμαχικός)
LSJ (συμμαχικός)
Lexicon Thucydideum (συμμαχικός)
Middle Liddell (συμμαχικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμμαχικός (ADV) 5
συμμαχικός (NOUN) 7
συμμαχικός (VERB) 1

Form List

form parse count
συμμαχικὸς NOM.SG MASC 7
συμμαχικός NOM.SG MASC 2
συμμαχικὸν ACC.SG MASC 11
συμμαχικόν ACC.SG MASC 3
ξυμμαχικὸν ACC.SG MASC 2
μισθοφορικὸν ACC.SG MASC 1
συμμαχικοῦ GEN.SG MASC 6
συμμαχικῷ DAT.SG MASC 6
συμμαχικοὺς ACC.PL MASC 1
συμμαχικῶν GEN.PL MASC 3
ξυμμαχικῶν GEN.PL MASC 1
συμμαχικοῖς DAT.PL MASC 1
συμμαχικὴ NOM.SG FEM 1
συμμαχικὴν ACC.SG FEM 7
συμμαχικόν ACC.SG FEM 1
συμμαχικῆς GEN.SG FEM 8
συμμαχκῆς GEN.SG FEM 1
συμμαχικὰς ACC.PL FEM 5
μισθοφορικαῖς DAT.PL FEM 3
συμμαχικὸν NOM.SG NEUT 21
συμμαχικόν NOM.SG NEUT 6
μισθοφορικόν NOM.SG NEUT 2
μισθοφορικὸν NOM.SG NEUT 2
ϲυμμαχικὸν NOM.SG NEUT 1
συμμαχικὸν ACC.SG NEUT 17
ξυμμαχικὸν ACC.SG NEUT 13
συμμαχικόν ACC.SG NEUT 9
μισθοφορικὸν ACC.SG NEUT 8
μισθοφορικόν ACC.SG NEUT 4
ξυμμαχικόν ACC.SG NEUT 4
συμμαχικοῦ GEN.SG NEUT 9
ξυμμαχικοῦ GEN.SG NEUT 3
μισθοφορικοῦ GEN.SG NEUT 2
μισθοφορικῷ DAT.SG NEUT 1
συμμαχικῷ DAT.SG NEUT 1
συμμαχικὰ NOM.PL NEUT 5
μισθοφορικὰ NOM.PL NEUT 1
συμμαχικὰ ACC.PL NEUT 13
συμμαχικῶν GEN.PL NEUT 6
συμμαχικοῖς DAT.PL NEUT 1