κασιγνήτη NOUN

Count: 130

ShortDef

a sister

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κασιγνήτη)
LSJ (κασιγνήτη)
Cunliffe (Lex Entries) (κασιγνήτη)
Middle Liddell (κασιγνήτη)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κασιγνήτη (VERB) 4

Form List

form parse count
κασιγνήτης NOM.SG MASC 8
κασιγνήτας NOM.SG MASC 2
κασιγνήτα NOM.SG MASC 1
κασιγνήτην ACC.SG MASC 22
κασιγνήταν ACC.SG MASC 1
κασιγνήτῃ DAT.SG MASC 2
κασίγνηται NOM.PL MASC 8
κασίγνηταί NOM.PL MASC 1
κασιγνήτας ACC.PL MASC 3
κασιγνήτην GEN.PL MASC 2
κασιγνήτῃσιν DAT.PL MASC 2
κασιγνήταισιν DAT.PL MASC 1
κασίγνηται VOC.PL MASC 2
κασιγνήτη NOM.SG FEM 21
κασιγνήτα NOM.SG FEM 1
κασιγνήτης NOM.SG FEM 1
κασιγνήτην ACC.SG FEM 16
κασιγνήταν ACC.SG FEM 1
κασιγνήτης GEN.SG FEM 15
κασιγνήτη VOC.SG FEM 5
κασιγνήτα VOC.SG FEM 1
κασιγνήτα NOM.DU FEM 1
κασίγνηται NOM.PL FEM 5
κασιγνήτας ACC.PL FEM 2
κασιγνήτῃσι DAT.PL FEM 3
κασιγνήταις DAT.PL FEM 1
κασιγνήτῃσιν DAT.PL FEM 1
κασίγνηται VOC.PL FEM 1