βουλευτικός ADJ

Count: 221

ShortDef

of or for the council, able to deliberate

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βουλευτικός)
LSJ (βουλευτικός)
Middle Liddell (βουλευτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

βουλευτικός (NOUN) 10
βουλευτικός (VERB) 1

Form List

form parse count
βουλευτικός NOM.SG MASC 14
βουλευτικὸς NOM.SG MASC 8
βουλευτικόϲ NOM.SG MASC 2
Βουλευτικόϲ NOM.SG MASC 1
βουλευτικὸν ACC.SG MASC 8
Βουλευτικὸν ACC.SG MASC 1
βουλευτικόν ACC.SG MASC 1
βουλευτικοῦ GEN.SG MASC 5
βουλευτικῷ DAT.SG MASC 7
βουλευτικοί NOM.PL MASC 2
βουλευτικοὶ NOM.PL MASC 1
βουλευτικοὺς ACC.PL MASC 5
βουλευτικούς ACC.PL MASC 2
βουλευτικοὺϲ ACC.PL MASC 1
βουλευτικῶν GEN.PL MASC 3
βουλευτικοῖς DAT.PL MASC 3
βουλευτικὴ NOM.SG FEM 22
βουλευτική NOM.SG FEM 19
βουλευτικὴν ACC.SG FEM 12
βουλευτικήν ACC.SG FEM 2
βουλευτικῆς GEN.SG FEM 7
βουλευτικῇ DAT.SG FEM 1
βουλευτικαὶ NOM.PL FEM 1
βουλευτικόν NOM.SG NEUT 20
βουλευτικὸν NOM.SG NEUT 13
Βουλευτικὸν NOM.SG NEUT 1
βουλευτικὸν ACC.SG NEUT 19
βουλευτικόν ACC.SG NEUT 8
βουλευτικοῦ GEN.SG NEUT 22
βουλευτικῷ DAT.SG NEUT 6
βουλευτικῶν GEN.PL NEUT 3
βουλευτικώτατε SUP VOC.SG MASC 1