μονοειδής ADJ

Count: 194

ShortDef

of one form

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μονοειδής)
LSJ (μονοειδής)
Middle Liddell (μονοειδής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μονοειδής (ADV) 27
μονοειδής (NOUN) 1

Form List

form parse count
μονοειδὴς NOM.SG MASC 11
μονοειδής NOM.SG MASC 5
μονοειδῆ ACC.SG MASC 4
μονοειδοῦς GEN.SG MASC 3
μονοειδεῖ DAT.SG MASC 2
μονοειδεῖς NOM.PL MASC 2
μονοειδεῖς ACC.PL MASC 3
μονοειδῶν GEN.PL MASC 1
μονοειδὴς NOM.SG FEM 17
μονοειδής NOM.SG FEM 14
μονοειδὴ NOM.SG FEM 1
μονοειδῆ ACC.SG FEM 12
μονοειδοῦς GEN.SG FEM 5
μονοειδεῖ DAT.SG FEM 1
μονοειδεῖς NOM.PL FEM 2
μονοειδής NOM.PL FEM 1
μονοειδεῖς ACC.PL FEM 10
μονοειδέσι DAT.PL FEM 2
μονοειδὲς NOM.SG NEUT 18
μονοειδές NOM.SG NEUT 13
μονοειδὲς ACC.SG NEUT 24
μονοειδές ACC.SG NEUT 6
μονοειδοῦς GEN.SG NEUT 4
μονοειδείος GEN.SG NEUT 1
μονοειδεῖ DAT.SG NEUT 4
μονοειδῆ NOM.PL NEUT 17
μονοειδῆ ACC.PL NEUT 5
μονοειδῶν GEN.PL NEUT 3
μονοειδέσι DAT.PL NEUT 2
μονοειδέστερα COMP ACC.PL NEUT 1