μισθοφορά NOUN

Count: 61

ShortDef

receipt of wages

Dictionaries

LSJ (μισθοφορά)
Lexicon Thucydideum (μισθοφορά)
Middle Liddell (μισθοφορά)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μισθοφορα (ADJ) 1
μισθοφορά (VERB) 1

Form List

form parse count
μισθοφορὰ NOM.SG FEM 4
μισθοφορά NOM.SG FEM 2
Μιϲθοφορά NOM.SG FEM 1
μισθοφορὰν ACC.SG FEM 24
μισθοφοράν ACC.SG FEM 8
μιϲθοφορὰν ACC.SG FEM 1
μισθοφορᾶς GEN.SG FEM 7
μισθοφορᾷ DAT.SG FEM 4
μιϲθοφορᾷ DAT.SG FEM 1
μισθοφορὰς ACC.PL FEM 2
μισθοφοράς ACC.PL FEM 1
μισθοφοραῖς DAT.PL FEM 6