ἐπιδεκτικός ADJ

Count: 113

ShortDef

capable of containing

Dictionaries

LSJ (ἐπιδεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐπιδεκτικός (VERB) 1
ἐπιδεκτικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἐπιδεκτικὸς NOM.SG MASC 12
ἐπιδεκτικός NOM.SG MASC 9
ἐπιδεκτικόν ACC.SG MASC 3
ἐπιδεκτικὸν ACC.SG MASC 1
ἐπιδεκτικοὶ NOM.PL MASC 2
ἐπιδεκτικοί NOM.PL MASC 2
ἐπιδεκτικοὺς ACC.PL MASC 3
ἐπιδεκτική NOM.SG FEM 8
ἐπιδεκτικός NOM.SG FEM 1
ἐπιδεκτικήν ACC.SG FEM 1
ἐπιδεκτικῆς GEN.SG FEM 1
ἐπιδεκτικαί NOM.PL FEM 1
ἐπιδεκτικοὶ NOM.PL FEM 1
ἐπιδεκτικαὶ NOM.PL FEM 1
ἐπιδεκτικὸν NOM.SG NEUT 24
ἐπιδεκτικόν NOM.SG NEUT 16
ἐπιδεχτικὸν NOM.SG NEUT 1
ἐπιδεκτι NOM.SG NEUT 1
ἐπιδεκτικὸν ACC.SG NEUT 6
ἐπιδεκτικοῦ GEN.SG NEUT 2
ἐπιδεκτικῷ DAT.SG NEUT 2
ἐπιδεκτικὰ NOM.PL NEUT 9
ἐπιδεκτικά NOM.PL NEUT 4
ἐπιδεκτικὰ ACC.PL NEUT 2