διθύραμβος NOUN

Count: 86

ShortDef

the dithyramb

Dictionaries

LSJ (διθύραμβος)
Slater Pindar (διθύραμβος)
Middle Liddell (διθύραμβος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διθύραμβος (ADJ) 58
διθύραμβος (VERB) 4
Διθύραμβος (NOUN) 1

Form List

form parse count
Διθύραμβοϲ NOM.SG MASC 2
Διθύραμβος NOM.SG MASC 2
διθύραμβον ACC.SG MASC 6
Διθύραμβον ACC.SG MASC 2
διθυράμβου GEN.SG MASC 1
διθυράμβῳ DAT.SG MASC 9
Διθυράμβῳ DAT.SG MASC 2
Διθυράμβοις DAT.SG MASC 1
διθύραμβε VOC.SG MASC 1
Διθύραμβʼ VOC.SG MASC 1
διθύραμβοι NOM.PL MASC 1
διθυράμβους ACC.PL MASC 15
διθυράμβουϲ ACC.PL MASC 3
Διθυράμβουϲ ACC.PL MASC 1
Διθυράμβους ACC.PL MASC 1
διθυράμβων GEN.PL MASC 25
Διθυράμβων GEN.PL MASC 1
διθυράμβοις DAT.PL MASC 4
Διθυράμβοις DAT.PL MASC 2
Διθυράμβοιϲ DAT.PL MASC 1
διθύραμβον ACC.SG FEM 1
διθυράμβουϲ ACC.PL FEM 1
διθύραμβον NOM.SG NEUT 1
διθύραμβον ACC.SG NEUT 1
διθυράμβοις DAT.PL NEUT 1