στεροπή NOUN

Count: 99

ShortDef

a flash of lightning

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στεροπή)
LSJ (στεροπή)
Cunliffe (Lex Entries) (στεροπή)
Middle Liddell (στεροπή)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στερόπη (NOUN) 8
στεροπή (ADJ) 6

Form List

form parse count
Ϲτεροπήν ACC.SG MASC 1
στεροπῆι DAT.SG MASC 1
στεροπῆτι DAT.SG MASC 1
στεροπὴ NOM.SG FEM 8
στεροπή NOM.SG FEM 2
Στεροπή NOM.SG FEM 1
στεροπὰ NOM.SG FEM 1
στεροπὴν ACC.SG FEM 25
στεροπήν ACC.SG FEM 7
Στεροπήν ACC.SG FEM 1
στεροπῆς GEN.SG FEM 15
στεροπᾶς GEN.SG FEM 2
στερότητος GEN.SG FEM 1
στεροπῇ DAT.SG FEM 5
στεροπᾷ DAT.SG FEM 1
στεροπὰ VOC.SG FEM 1
στεροπαὶ NOM.PL FEM 5
κἀστεροπῶν GEN.PL FEM 1
στεροπῇσι DAT.PL FEM 9
στεροπῇσιν DAT.PL FEM 7
στεροπαῖς DAT.PL FEM 2
στεροπαῖσί DAT.PL FEM 1
στεροῇσι DAT.PL FEM 1