τερπικέραυνος ADJ

Count: 47

ShortDef

delighting in thunder

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τερπικέραυνος)
LSJ (τερπικέραυνος)
Cunliffe (Lex Entries) (τερπικέραυνος)
Middle Liddell (τερπικέραυνος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τερπικέραυνος (NOUN) 3

Form List

form parse count
τερπικέραυνος NOM.SG MASC 11
τερπικέραυνοϲ NOM.SG MASC 2
τερπικέραυνον ACC.SG MASC 5
τερπικέραυνος GEN.SG MASC 1
τερπικεραύνου GEN.SG MASC 1
τερπικεραύνῳ DAT.SG MASC 25
τερπικεραύν DAT.SG MASC 1
τερπικέραυνε VOC.SG MASC 1