χρηματιστής NOUN

Count: 73

ShortDef

a man in business, money-getter, trafficker

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χρηματιστής)
LSJ (χρηματιστής)
Middle Liddell (χρηματιστής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

χρηματιστής (VERB) 14

Form List

form parse count
χρηματιστὴς NOM.SG MASC 25
χρηματιστής NOM.SG MASC 11
Χρηματιστὴς NOM.SG MASC 1
χρηματιστὴν ACC.SG MASC 13
χρηματιστήν ACC.SG MASC 5
χρηματιστοῦ GEN.SG MASC 3
χρηματιστῇ DAT.SG MASC 3
χρηματισταὶ NOM.PL MASC 5
χρηματισταί NOM.PL MASC 1
χρηματιστὰς ACC.PL MASC 3
χρηματικστὰς ACC.PL MASC 1
χρηματιστῶν GEN.PL MASC 1
χρηματισταῖς DAT.PL MASC 1