καλλίνικος ADJ

Count: 117

ShortDef

with glorious victory

Dictionaries

LSJ (καλλίνικος)
Slater Pindar (καλλίνικος)
Middle Liddell (καλλίνικος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καλλίνικος (NOUN) 60
καλλίνικος (VERB) 3
καλλινίκος (ADJ) 1
καλλίνικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
καλλίνικος NOM.SG MASC 25
καλλίνικον ACC.SG MASC 15
Καλλίνικον ACC.SG MASC 4
καλλινίκου GEN.SG MASC 7
καλλινίκῳ DAT.SG MASC 2
καλλίνικε VOC.SG MASC 12
καλλίνικος VOC.SG MASC 2
καλλίνικοι NOM.PL MASC 5
καλλινίκους ACC.PL MASC 4
καλλινίκων GEN.PL MASC 4
καλλινίκοις DAT.PL MASC 2
καλλινίκοισἡμῶν DAT.PL MASC 1
καλλίνικοι VOC.PL MASC 1
καλλίνικος NOM.SG FEM 2
καλλίνικον ACC.SG FEM 4
καλλινίκου GEN.SG FEM 1
καλλίνικοι VOC.PL FEM 1
καλλίνικον NOM.SG NEUT 4
καλλίνικον ACC.SG NEUT 6
καλλίνικε ACC.SG NEUT 2
καλλινίκου GEN.SG NEUT 1
καλλινίκῳ DAT.SG NEUT 1
καλλίνικον VOC.SG NEUT 1
καλλίνικε NOM.PL NEUT 1
καλλίνικα NOM.PL NEUT 1
καλλίνικα ACC.PL NEUT 5
καλλίνικε ACC.PL NEUT 3