διαλεκτικός NOUN

Count: 62

ShortDef

skilled in logical argument

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαλεκτικός)
LSJ (διαλεκτικός)
Middle Liddell (διαλεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαλεκτικός (ADJ) 1,575
διαλεκτικός (ADV) 91
διαλεκτικός (VERB) 6

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 2
ACC 2
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 5 [] []  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 30
ACC 22
GEN 4
DAT
VOC
TOTAL 55 1 []  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
Διαλεκτικῆς NOM.SG MASC 1
διαλεκτικὴν NOM.SG MASC 1
διαλεκτικήν ACC.SG MASC 1
διαλεκτικόν ACC.SG MASC 1
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥ GEN.SG MASC 1
διαλεκτική NOM.SG FEM 26
διαλεκτικὴ NOM.SG FEM 2
Διαλεκτική NOM.SG FEM 1
διαλεκτικήν ACC.SG FEM 20
διαλεκτικὴν ACC.SG FEM 2
διαλεκτικῆς GEN.SG FEM 4
διαλεκτική NOM.DU FEM 1
διαλεκτικόν NOM.SG NEUT 1