χρηματιστικός ADJ

Count: 185

ShortDef

of or for traffic and money-making

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (χρηματιστικός)
LSJ (χρηματιστικός)
Middle Liddell (χρηματιστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

χρηματιστικός (ADV) 2
χρηματιστικός (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 6
ACC 20
GEN 9
DAT 20
VOC
TOTAL 24 [] 31  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 21
ACC 25
GEN 27
DAT 4
VOC
TOTAL 62 [] 15  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 13
ACC 8
GEN 10
DAT 21
VOC
TOTAL 25 [] 27  

Comparative

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL [] [] 1  

Form List

form parse count
χρηματιστικός NOM.SG MASC 2
χρηματοποιὸς NOM.SG MASC 1
χρηματιστικὸς NOM.SG MASC 1
χρηματικὸς NOM.SG MASC 1
χρηματιστικὸν ACC.SG MASC 9
χρηματιστικόν ACC.SG MASC 3
χρηματιστικώτε ACC.SG MASC 1
χρηματιστικοῦ GEN.SG MASC 4
χρηματικοῦ GEN.SG MASC 2
χρηματιστικοὶ NOM.PL MASC 1
χρηματιστικοὺς ACC.PL MASC 4
χρηματιστικούς ACC.PL MASC 3
χρηματιστικῶν GEN.PL MASC 3
χρηματιστικοῖς DAT.PL MASC 19
χρηματικοῖς DAT.PL MASC 1
χρηματιστικὴ NOM.SG FEM 10
χρηματιστική NOM.SG FEM 6
χρηματιστικήν ACC.SG FEM 7
χρηματιστικὴν ACC.SG FEM 5
χρηματικὴν ACC.SG FEM 3
χρηματοποιὸν ACC.SG FEM 1
χρηματιστικῆς GEN.SG FEM 26
χρηματικῆς GEN.SG FEM 1
χρηματιστικῇ DAT.SG FEM 3
χρηματιστικαὶ NOM.PL FEM 5
χρηματιστικὰς ACC.PL FEM 6
χρηματιστικάς ACC.PL FEM 2
χρηματικὰς ACC.PL FEM 1
χρηματιστικαῖς DAT.PL FEM 1
χρηματιστικὸν NOM.SG NEUT 6
χρηματιστικόν NOM.SG NEUT 4
χρηματιστικὸν ACC.SG NEUT 2
χρηματοποιόν ACC.SG NEUT 1
χρηματιστικόν ACC.SG NEUT 1
χρηματικὸν ACC.SG NEUT 1
χρηματιστικοῦ GEN.SG NEUT 8
χρηματιστικῷ DAT.SG NEUT 2
χρηματιστικὰ NOM.PL NEUT 1
Χρηματιστικὰ NOM.PL NEUT 1
χρηματικὰ NOM.PL NEUT 1
χρηματιστικά ACC.PL NEUT 1
χρηματιστικὰ ACC.PL NEUT 1
χρηματικὰ ACC.PL NEUT 1
χρηματιστικῶν GEN.PL NEUT 2
χρηματιστικοῖς DAT.PL NEUT 18
χρηματικοῖς DAT.PL NEUT 1
χρηματιστικώτεροι COMP NOM.PL MASC 1