στοιχειώδης ADJ

Count: 125

ShortDef

elementary, of the nature of an element

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στοιχειώδης)
LSJ (στοιχειώδης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στοιχειωδής (ADJ) 38
στοιχειώδης (NOUN) 25
στοιχειωδής (ADV) 5
στοιχειωδής (NOUN) 2

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 6
ACC 4
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 4 [] 7  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 20
ACC 34
GEN 13
DAT
VOC
TOTAL 25 [] 42  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 19
ACC 18
GEN 6
DAT 2
VOC
TOTAL 20 [] 25  

Comparative

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL [] [] 1  

Superlative

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
στοιχειώδης NOM.SG MASC 2
στοιχειώδη ACC.SG MASC 1
Στοιχειώδους GEN.SG MASC 1
στοιχειώδης NOM.PL MASC 2
στοιχειώδεις NOM.PL MASC 2
στοιχειώδεις ACC.PL MASC 2
στοιχειώδους ACC.PL MASC 1
στοιχειώδης NOM.SG FEM 4
στοιχειώδη ACC.SG FEM 8
στοιχειώδους GEN.SG FEM 13
στοιχειώδεις NOM.PL FEM 11
στοιχειώδης NOM.PL FEM 4
Στοιχειώδεις NOM.PL FEM 1
στοιχειώδεις ACC.PL FEM 26
στοιχειῶδες NOM.SG NEUT 9
στοιχειῶδες ACC.SG NEUT 4
στοιχειῶδές ACC.SG NEUT 1
στοιχειώδους GEN.SG NEUT 6
στοιχειώδη NOM.PL NEUT 10
στοιχειώδη ACC.PL NEUT 13
στοιχειώδεσι DAT.PL NEUT 2
στοιχειώδη COMP NOM.PL NEUT 1
στοιχειωδεστάτου SUP GEN.SG MASC 1