προκάλυμμα NOUN

Count: 43

ShortDef

anything put before, a curtain

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προκάλυμμα)
LSJ (προκάλυμμα)
Lexicon Thucydideum (προκάλυμμα)
Middle Liddell (προκάλυμμα)

Form List

form parse count
προκάλυμμα NOM.SG NEUT 9
προκάλυμμα ACC.SG NEUT 26
προκάλυμμά ACC.SG NEUT 2
προκαλυμμάτων GEN.PL NEUT 3
προκαλύμμασι DAT.PL NEUT 2
προκαλύμμασιν DAT.PL NEUT 1