πραγματεύομαι ADV

Count: 27

ShortDef

to busy oneself, take trouble

Dictionaries

LSJ (πραγματεύομαι)
Middle Liddell (πραγματεύομαι)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πραγματεύομαι (VERB) 1,058
πραγματεύομαι (ADJ) 16
πραγματεύομαι (INTJ) 6
πραγματεύομαι (NOUN) 2
πραγματεύομαι (PRONOUN) 1
πραγματεύομαι (PUNC) 1

Form List

form parse count
venit INDECL 27