δικανικός ADJ

Count: 305

ShortDef

skilled in law, versed in pleading, lawyer-like

Dictionaries

LSJ (δικανικός)
Middle Liddell (δικανικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δικανικός (ADV) 6
δικανικός (NOUN) 13
δικανικός (VERB) 5

Form List

form parse count
δικανικὸς NOM.SG MASC 12
δικανικός NOM.SG MASC 6
δικανικὸν ACC.SG MASC 4
δικανικόν ACC.SG MASC 3
Δικανικόν ACC.SG MASC 1
δικανικοῦ GEN.SG MASC 12
δικανικῷ DAT.SG MASC 1
δικανικοὶ NOM.PL MASC 12
δικανικοί NOM.PL MASC 3
δικανικοὺς ACC.PL MASC 21
δικανικούς ACC.PL MASC 4
δικανικούϲ ACC.PL MASC 2
δικανικοὺϲ ACC.PL MASC 2
δικανικῶν GEN.PL MASC 11
συμβουλευτικῶν GEN.PL MASC 10
δικανικοῖς DAT.PL MASC 17
συμβουλευτικοῖς DAT.PL MASC 7
δικανικὴ NOM.SG FEM 8
δικανική NOM.SG FEM 4
δικανικὴν ACC.SG FEM 7
δικανικῆς GEN.SG FEM 9
δικανικῇ DAT.SG FEM 4
δικανικαί NOM.PL FEM 1
δικανικαὶ NOM.PL FEM 1
δικανικὰς ACC.PL FEM 3
δικανικάς ACC.PL FEM 2
δικανικῶν GEN.PL FEM 2
δικανικαῖς DAT.PL FEM 5
δικανικὸν NOM.SG NEUT 9
δικανικόν NOM.SG NEUT 7
Δικανικὸν NOM.SG NEUT 1
δικανικὸν ACC.SG NEUT 10
δικανικόν ACC.SG NEUT 8
δικανικοῦ GEN.SG NEUT 27
δικανικῷ DAT.SG NEUT 13
δικανικὰ NOM.PL NEUT 1
δικανικά ACC.PL NEUT 4
δικανικὰ ACC.PL NEUT 3
δικανικῶν GEN.PL NEUT 12
συμβουλευτικῶν GEN.PL NEUT 4
δικανικοῖς DAT.PL NEUT 14
συμβουλευτικοῖς DAT.PL NEUT 13
δικανικώτερος COMP NOM.SG MASC 3
δικανικώτερον COMP NOM.SG NEUT 1
δικανικώτερα COMP NOM.PL NEUT 1