συριγμός NOUN

Count: 67

ShortDef

a whistling, hissing

Dictionaries

LSJ (συριγμός)
Middle Liddell (συριγμός)

Form List

form parse count
συριγμός NOM.SG MASC 6
συριγμὸς NOM.SG MASC 3
Συριγμόϲ NOM.SG MASC 1
συριγμὸν ACC.SG MASC 27
συριγμόν ACC.SG MASC 10
συριγμοῦ GEN.SG MASC 5
συριγμῷ DAT.SG MASC 8
συριγμοὶ NOM.PL MASC 1
συριγμῶν GEN.PL MASC 2
συριγμοῖς DAT.PL MASC 4