διογενής ADJ

Count: 153

ShortDef

sprung from Zeus

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διογενής)
LSJ (διογενής)
Cunliffe (Lex Entries) (διογενής)
Middle Liddell (διογενής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διογένης (NOUN) 810
διογενής (NOUN) 90
διογένης (ADJ) 1
διογενής (VERB) 2
Διογένης (NOUN) 1

Form List

form parse count
Διογενὴς NOM.SG MASC 31
διογενὴς NOM.SG MASC 15
διογενής NOM.SG MASC 7
διογενήϲ NOM.SG MASC 2
διογενῆ ACC.SG MASC 4
Διογενῆ ACC.SG MASC 1
Διογενοῦς GEN.SG MASC 6
διογενεῦς GEN.SG MASC 1
διογενέος GEN.SG MASC 1
διογενοῦς GEN.SG MASC 1
διογενεῖ DAT.SG MASC 1
διογενὲς VOC.SG MASC 14
διογενὲϲ VOC.SG MASC 2
Διογενὲς VOC.SG MASC 1
διογενῆς NOM.PL MASC 1
διογενεῖϲ NOM.PL MASC 1
διογενεῖς NOM.PL MASC 1
διογενεῖς ACC.PL MASC 4
Διογενεῖς VOC.PL MASC 2
διογενής NOM.SG FEM 1
Διογενεῖ DAT.SG FEM 1
Διογενὲς VOC.SG FEM 1
διογενὲς NOM.SG NEUT 9
διογενές NOM.SG NEUT 3
διογενέος NOM.SG NEUT 1
διογενέϲ NOM.SG NEUT 1
διογενὲς ACC.SG NEUT 2
διογενές ACC.SG NEUT 2
διογενέϲ ACC.SG NEUT 1
διογενεῦς GEN.SG NEUT 5
διογενὲς VOC.SG NEUT 23
διογενές VOC.SG NEUT 4
Διογενὲς VOC.SG NEUT 3