τριτογένεια NOUN

Count: 68

ShortDef

Trito-born

Dictionaries

LSJ (Τριτογένεια)
Cunliffe (Hompers) (Τριτογένεια)
Cunliffe (Lex Entries) (τριτογένεια)
Middle Liddell (Τριτογένεια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τριτογενεια (NOUN) 1

Form List

form parse count
Τριτογένεια NOM.SG FEM 32
τριτογένεια NOM.SG FEM 3
Τριτογένειαν ACC.SG FEM 8
τριτογένειαν ACC.SG FEM 2
Τριτογενείης GEN.SG FEM 5
Τριτογενείας GEN.SG FEM 2
Τριτογενείῃ DAT.SG FEM 7
Τριτογένεια VOC.SG FEM 6
Τριτογένειʼ VOC.SG FEM 2
τριτογένεια VOC.SG FEM 1