λειτουργός NOUN

Count: 123

ShortDef

one who performed a λειτουργία

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (λειτουργός)
LSJ (λειτουργός)
Middle Liddell (λειτουργός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

λειτουργός (ADJ) 55
λειτουργός (VERB) 14

Form List

form parse count
λειτουργὸς NOM.SG MASC 29
λειτουργός NOM.SG MASC 4
λειτουργόϲ NOM.SG MASC 1
λειτουργὸν ACC.SG MASC 8
λειτουργόν ACC.SG MASC 2
λειτουργῷ DAT.SG MASC 1
λειτουργοὶ NOM.PL MASC 25
λειτουργοί NOM.PL MASC 4
Λειτουργοὶ NOM.PL MASC 1
λειτουργοὺς ACC.PL MASC 32
λειτουργούς ACC.PL MASC 4
λειτουργοῖς DAT.PL MASC 10
λειτουργοὶ VOC.PL MASC 2