ἀποδεικτός ADJ

Count: 186

ShortDef

demonstrable

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀποδεικτός)
LSJ (ἀποδεικτός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀποδεικτός (NOUN) 12
ἀποδεικτός (VERB) 13
ἀποδεικτός (ADV) 3
αποδεικτός (NOUN) 1
ἄποδεικτός (VERB) 1

Form List

form parse count
ἀποδεικτὸς NOM.SG MASC 2
ἀποδεικτός NOM.SG MASC 2
ἀποδεικτι DAT.SG MASC 1
ἀποδεικτοί NOM.PL MASC 1
ἀποδεικτοὶ NOM.PL MASC 1
ἀποδεικτῶν GEN.PL MASC 4
ἀποδεικτοῖς DAT.PL MASC 1
ἀποδεικτή NOM.SG FEM 3
ἀποδεικτὴ NOM.SG FEM 3
ἀποδεικταί NOM.PL FEM 3
ἀποδεικτὰς ACC.PL FEM 4
ἀποδεικτὸν NOM.SG NEUT 18
ἀποδεικτόν NOM.SG NEUT 17
ἀποδεικτον NOM.SG NEUT 1
ἀποδεικτὸν ACC.SG NEUT 15
ἀποδεικτόν ACC.SG NEUT 6
ἀποδεικτά NOM.PL NEUT 32
ἀποδεικτὰ NOM.PL NEUT 15
ἀποδεικτὰ ACC.PL NEUT 31
ἀποδεικτά ACC.PL NEUT 11
ἀποδεικτῶν GEN.PL NEUT 15