καταδρομή NOUN

Count: 153

ShortDef

an inroad, raid

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταδρομή)
LSJ (καταδρομή)
Lexicon Thucydideum (καταδρομή)
Middle Liddell (καταδρομή)

Form List

form parse count
καταδρομὴν NOM.SG MASC 1
καταδρομὰς ACC.PL MASC 1
καταδρομῶν GEN.PL MASC 2
καταδρομὴ NOM.SG FEM 10
καταδρομή NOM.SG FEM 7
καταδρομὴν ACC.SG FEM 34
καταδρομήν ACC.SG FEM 15
καταδρομῆς GEN.SG FEM 12
καταδρομῇ DAT.SG FEM 6
καταδρομαὶ NOM.PL FEM 9
καταδρομαί NOM.PL FEM 1
καταδρομὰς ACC.PL FEM 20
καταδρομάς ACC.PL FEM 7
καταδρομῶν GEN.PL FEM 1
καταδρομαῖς DAT.PL FEM 27