περιτροπή NOUN

Count: 75

ShortDef

a turning round, revolution, circuit

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιτροπή)
LSJ (περιτροπή)
Middle Liddell (περιτροπή)

Form List

form parse count
περιτροπῶν GEN.PL MASC 1
περιτροπὴ NOM.SG FEM 3
περιτροπή NOM.SG FEM 1
περιτροπὴν ACC.SG FEM 7
περιτροπήν ACC.SG FEM 6
περιτροπην ACC.SG FEM 1
περιφοίτησιν ACC.SG FEM 1
περιτροπῆς GEN.SG FEM 35
περιτροπῆϲ GEN.SG FEM 3
περιτροπῇ DAT.SG FEM 5
Περιτροπῇ DAT.SG FEM 1
περιτροπή VOC.SG FEM 1
περιτροπαὶ NOM.PL FEM 2
περιτροπαί NOM.PL FEM 1
περιτροπὰς ACC.PL FEM 2
περιτροπάς ACC.PL FEM 1
περιτροπαῖς DAT.PL FEM 3
περιτροπαῖϲ DAT.PL FEM 1