καρποφόρος ADJ

Count: 113

ShortDef

fruit-bearing, fruitful

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καρποφόρος)
LSJ (καρποφόρος)
Slater Pindar (καρποφόρος)
Middle Liddell (καρποφόρος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καρπόφορος (VERB) 9
καρποφόρος (NOUN) 14
καρπόφορος (ADJ) 1
καρπόφορος (NOUN) 1

Form List

form parse count
καρποφόρος NOM.SG MASC 2
καρποφόρον ACC.SG MASC 3
καρποφόρου GEN.SG MASC 1
καρποφόρῳ DAT.SG MASC 1
καρποφόροι NOM.PL MASC 8
καρποφόροις DAT.PL MASC 2
καρποφόροισιν DAT.PL MASC 1
καρποφόρος NOM.SG FEM 7
καρποφόρον ACC.SG FEM 35
Καρποφόρον ACC.SG FEM 1
καρποφόρου GEN.SG FEM 3
καρποφόροιο GEN.SG FEM 1
καρποφόροι NOM.PL FEM 3
καρποφόροις DAT.PL FEM 2
καρποφόρον NOM.SG NEUT 7
καρποφόρον< NOM.SG NEUT 1
καρποφόρον ACC.SG NEUT 5
καρποφόρου GEN.SG NEUT 1
καρποφόρα NOM.PL NEUT 12
καρποφόρα ACC.PL NEUT 16
καρποφόροις DAT.PL NEUT 1