ὁμολογητής NOUN

Count: 87

ShortDef

sponsor

Dictionaries

LSJ (ὁμολογητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ὁμολογητής (ADJ) 7
ὁμολογητής (VERB) 5
ὀμολογητής (NOUN) 2
ὁμολογητὴς (VERB) 1

Form List

form parse count
ὁμολογητὴς NOM.SG MASC 10
ὁμολογητής NOM.SG MASC 4
ὁμολογητὴν ACC.SG MASC 12
ὁμολογητήν ACC.SG MASC 1
ὁμολογητοῦ GEN.SG MASC 2
ὁμολογητῇ DAT.SG MASC 1
ὁμολογηταὶ NOM.PL MASC 2
ὁμολογητὰς ACC.PL MASC 11
ὁμολογητάς ACC.PL MASC 2
ὸμολογητὰς ACC.PL MASC 1
ὁμολογητῶν GEN.PL MASC 35
ὁμολογηταῖς DAT.PL MASC 6