ὀνειδισμός NOUN

Count: 135

ShortDef

reproach

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀνειδισμός)
LSJ (ὀνειδισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ὀνειδισμὸς (NOUN) 180
ὀνειδισμός (VERB) 4
ὁνειδισμός (NOUN) 1

Form List

form parse count
ὀνειδισμός NOM.SG MASC 3
ὀνειδιϲμόϲ NOM.SG MASC 1
ὀνειδισμόν ACC.SG MASC 31
ὀνειδιϲμὸν ACC.SG MASC 1
ὀνειδισμοῦ GEN.SG MASC 36
ὀνειδισμῷ DAT.SG MASC 3
ὀνειδισμοὶ NOM.PL MASC 8
ὀνειδισμοί NOM.PL MASC 2
ὀνειδισμοὺς ACC.PL MASC 26
ὀνειδισμούς ACC.PL MASC 1
ὀνειδισμῶν GEN.PL MASC 10
ὀνειδισμοῖς DAT.PL MASC 11
ὀνειδισμοὶ VOC.PL MASC 1