περιπατητικός NOUN

Count: 109

ShortDef

walking about while teaching

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιπατητικός)
LSJ (περιπατητικός)
Middle Liddell (περιπατητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περιπατητικός (ADJ) 598
περιπατητικος (ADJ) 1
περιπατητικός (ADV) 2

Form List

form parse count
Στωϊκόϲ NOM.SG MASC 7
Στωϊκός NOM.SG MASC 5
Περιπατητικός NOM.SG MASC 3
Περιπατητικόϲ NOM.SG MASC 3
Περιπατητικῆς NOM.SG MASC 1
περιπατητικός NOM.SG MASC 1
Στωϊκοῦ GEN.SG MASC 1
Περιπατητικούς GEN.SG MASC 1
Περιπατητικοῦ GEN.SG MASC 1
Περιπατητικέ VOC.SG MASC 1
Περιπατητικοὶ NOM.PL MASC 37
Περιπατητικοί NOM.PL MASC 16
Στωϊκοί NOM.PL MASC 7
Στωϊκοῖ NOM.PL MASC 1
Περιπατητικούς ACC.PL MASC 4
Περιπατητικοὺς ACC.PL MASC 2
Στωϊκῶν GEN.PL MASC 10
Περιπατητικῶν GEN.PL MASC 1
Περιπατητικοῖς DAT.PL MASC 2
Περιπατητικ̀οῖς DAT.PL MASC 1
Περιπατητικοὶ VOC.PL MASC 1
περιπατητικήν ACC.SG FEM 1
Περιπατητικόν NOM.SG NEUT 1
περιπατητικά ACC.PL NEUT 1