διδάσκαλος ADJ

Count: 97

ShortDef

a teacher, master

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διδάσκαλος)
LSJ (διδάσκαλος)
Anabasis Mather (διδάσκαλος)
Lexicon Thucydideum (διδάσκαλος)
Middle Liddell (διδάσκαλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διδάσκαλος (NOUN) 3,276
διδάσκαλος (VERB) 33
διδάσκαλος (ADV) 3
διδασκαλος (NOUN) 2
διδάσκαλός (VERB) 1

Form List

form parse count
διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC 11
διδἄσκαλος< NOM.SG MASC 1
διδάσκὰλος NOM.SG MASC 1
διδάϲκαλον ACC.SG MASC 4
διδάσκαλον ACC.SG MASC 4
διδασκάλῳ DAT.SG MASC 37
διδαϲκάλῳ DAT.SG MASC 4
διδασκαάλῳ DAT.SG MASC 1
διδαϲκάλω NOM.DU MASC 1
διδάσκαλοι NOM.PL MASC 4
διδάϲκαλοι NOM.PL MASC 1
διδάσελοι NOM.PL MASC 1
διδαϲκάλουϲ ACC.PL MASC 1
διδασκάλοις DAT.PL MASC 1
διδαϲκάλοιϲ DAT.PL MASC 1
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM 1
διδάσκαλοσὧν NOM.SG FEM 1
διδάσκαλον ACC.SG FEM 3
διδάϲκαλον ACC.SG FEM 1
διδασκάλῳ DAT.SG FEM 9
διδάσκαλοι NOM.PL FEM 1
θεοδίδακτόν NOM.SG NEUT 1
διδασκάλῳ DAT.SG NEUT 5
διδαϲκάλῳ DAT.SG NEUT 2