ἀναιρετικός ADJ

Count: 248

ShortDef

destructive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀναιρετικός)
LSJ (ἀναιρετικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀναιρετικός (ADV) 6
ἀναιρετικός (VERB) 1
ἀναιρετικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἀναιρετικός NOM.SG MASC 9
ἀναιρετικὸς NOM.SG MASC 7
ἀναιρετικόν ACC.SG MASC 3
ἀναιρετικὸν ACC.SG MASC 3
ἀναιρετικοὶ NOM.PL MASC 4
ἀναιρετικοί NOM.PL MASC 1
ἀναιρετικοὺς ACC.PL MASC 6
ἀναιρετικούς ACC.PL MASC 1
ἀναιρετικῶν GEN.PL MASC 5
ἀναιρετικοῖς DAT.PL MASC 2
ἀναιρετικὴ NOM.SG FEM 11
ἀναιρετική NOM.SG FEM 3
ἀναιρετικὴν ACC.SG FEM 11
ἀναιρετικήν ACC.SG FEM 1
ἀναιρετικῆς GEN.SG FEM 3
ἀναιρετικοῦ GEN.SG FEM 1
ἀναιρετικαὶ NOM.PL FEM 12
ἀναιρετικαί NOM.PL FEM 4
ἀναιρετικὰς ACC.PL FEM 5
ἀναιρετικὸν NOM.SG NEUT 38
ἀναιρετικόν NOM.SG NEUT 35
Ἀναιρετικόν NOM.SG NEUT 1
ἀναιρετικὸν ACC.SG NEUT 16
ἀναιρετικόν ACC.SG NEUT 3
ἀναιρετικῷ DAT.SG NEUT 1
ἀναιρετικὰ NOM.PL NEUT 26
ἀναιρετικά NOM.PL NEUT 17
ἀναιρετικα NOM.PL NEUT 1
ἀναιρετικὰ ACC.PL NEUT 10
ἀναιρετικά ACC.PL NEUT 3
ἀναιρετικῶν GEN.PL NEUT 2
ἀναιρετικοῖς DAT.PL NEUT 2
ἀναιρετικώτερα COMP NOM.PL NEUT 1