συγκλητικός ADJ

Count: 110

ShortDef

of senatorial rank

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συγκλητικός)
LSJ (συγκλητικός)
Middle Liddell (συγκλητικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συγκλητικός (VERB) 1
συγκλητικός (NOUN) 3

Form List

form parse count
συγκλητικὸς NOM.SG MASC 7
συγκλητικός NOM.SG MASC 2
συγκλητικόν ACC.SG MASC 5
συγκλητικὸν ACC.SG MASC 3
συγκλητικοῦ GEN.SG MASC 3
ϲυγκλητικοῦ GEN.SG MASC 2
συγκλητικῷ DAT.SG MASC 1
συγκλητικέ VOC.SG MASC 1
συγκλητικοί NOM.PL MASC 3
συγκλητικοὶ NOM.PL MASC 3
συγκλητικοὺς ACC.PL MASC 12
συγκλητικούς ACC.PL MASC 4
συγκλητικῶν GEN.PL MASC 40
συγκλητικοῖς DAT.PL MASC 9
συγκλητικὴ NOM.SG FEM 1
συγκλητικὴν ACC.SG FEM 3
συγκλητικῇ DAT.SG FEM 1
συγκλητικόν ACC.SG NEUT 2
συγκλητικὸν ACC.SG NEUT 2
συγκλητικοῦ GEN.SG NEUT 2
συγκλητικῶν GEN.PL NEUT 4