στρατηλάτης NOUN

Count: 182

ShortDef

a leader of an army, a general, commander

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (στρατηλάτης)
LSJ (στρατηλάτης)
Middle Liddell (στρατηλάτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στρατηλάτης (VERB) 8
στρατηλάτης (ADJ) 3
στρατηλάτης (NOUN) 1

Form List

form parse count
στρατηλάτης NOM.SG MASC 40
ϲτρατηλάτα NOM.SG MASC 2
στρατηλάτας NOM.SG MASC 1
στρατηλάτης᾿ NOM.SG MASC 1
ϲτρατηλάτην NOM.SG MASC 1
στρατηλάτην ACC.SG MASC 32
στρατηλάταν ACC.SG MASC 2
στρατηλάτου GEN.SG MASC 32
στρατηλάτῃ DAT.SG MASC 16
στρατηλάτα VOC.SG MASC 1
στρατηλάτα NOM.DU MASC 1
στρατηλάται NOM.PL MASC 9
στρατηλάτας ACC.PL MASC 11
ϲτρατηλάταϲ ACC.PL MASC 1
στρατηλατῶν GEN.PL MASC 13
στρατηλάταις DAT.PL MASC 14
στρατηλάταισιν DAT.PL MASC 1
στρατηλάται VOC.PL MASC 2
στρατηλάτην ACC.SG FEM 1
στρατηλάτας ACC.PL FEM 1