πρακτικός NOUN

Count: 190

ShortDef

fit for action, fit for business, business-like, practical

Dictionaries

LSJ (πρακτικός)
Middle Liddell (πρακτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πρακτικός (ADJ) 1,581
πρακτικός (ADV) 21
πρακτικός (VERB) 1

Form List

form parse count
πρακτικός NOM.SG MASC 1
πρακτικὸν ACC.SG MASC 1
πρακτικὴ NOM.SG FEM 40
πρακτική NOM.SG FEM 18
πρακτικὴν ACC.SG FEM 20
πρακτικήν ACC.SG FEM 9
πρακτικην ACC.SG FEM 1
πρακτικῆς GEN.SG FEM 27
πρακτικῆϲ GEN.SG FEM 1
πρακτικῇ DAT.SG FEM 4
πρακτικς DAT.SG FEM 1
πρακτικαὶ NOM.PL FEM 8
πρακτικαί NOM.PL FEM 2
πρακτικὰς ACC.PL FEM 8
πρακτικάς ACC.PL FEM 5
πρακτικῶν GEN.PL FEM 7
πρακτικαῖς DAT.PL FEM 6
πρακτικὸν NOM.SG NEUT 5
πρακτικόν NOM.SG NEUT 2
πρακτικὸν ACC.SG NEUT 5
πρακτικόν ACC.SG NEUT 2
πρακτικοῦ GEN.SG NEUT 3
πρακτικῷ DAT.SG NEUT 1
πρακτικόν VOC.SG NEUT 1
πρακτικά NOM.PL NEUT 1
πρακτικὰ ACC.PL NEUT 1
πρακτικά ACC.PL NEUT 1
πρακτική ACC.PL NEUT 1
πρακτικῶν GEN.PL NEUT 7
πρακτική VOC.SG c 1