συστρατιώτης NOUN

Count: 136

ShortDef

a fellow-soldier

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συστρατιώτης)
LSJ (συστρατιώτης)
Anabasis Mather (συστρατιώτης)
Middle Liddell (συστρατιώτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συστρατιώτης (VERB) 1
συστρατιώτης (ADJ) 1

Form List

form parse count
συστρατιώτης NOM.SG MASC 13
ϲυϲτρατιώτηϲ NOM.SG MASC 2
συστρατιώτην ACC.SG MASC 18
συστρατιῶτα ACC.SG MASC 1
συστρατιώτου GEN.SG MASC 2
συστρατιώτῃ DAT.SG MASC 6
συστρατιῶτα᾿ VOC.SG MASC 1
συστρατιῶτα VOC.SG MASC 1
συστρατιῶται NOM.PL MASC 13
συστρατιώτας ACC.PL MASC 20
συστρατιωτῶν GEN.PL MASC 9
συστρατιώταις DAT.PL MASC 5
συστρατιῶται VOC.PL MASC 41
συστρατιῶται᾿ VOC.PL MASC 1
συστρατιώτιδι DAT.SG FEM 2
συστρατιώτην NOM.SG NEUT 1