τριήραρχος NOUN

Count: 196

ShortDef

the captain of a trireme

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τριήραρχος)
LSJ (τριήραρχος)
Lexicon Thucydideum (τριήραρχος)
Middle Liddell (τριήραρχος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τριήραρχος (ADJ) 1

Form List

form parse count
τριήραρχος NOM.SG MASC 21
τριήραρχός NOM.SG MASC 2
τριήραρχοϲ NOM.SG MASC 2
τριήραρχον ACC.SG MASC 16
τριηράρχου GEN.SG MASC 6
τριηράρχῳ DAT.SG MASC 6
τριήραρχοι NOM.PL MASC 19
τριήραρχοί NOM.PL MASC 1
τριηράρχους ACC.PL MASC 38
πεντηκοντάρχους ACC.PL MASC 12
τριηράρχας ACC.PL MASC 3
τριηράρχων GEN.PL MASC 42
τριηράρχοις DAT.PL MASC 25
τριηράρχοισι DAT.PL MASC 1
τριηράρχαις DAT.PL MASC 1
τριηράρχοιϲ DAT.PL MASC 1