διαιτητής NOUN

Count: 207

ShortDef

an arbitrator, umpire

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαιτητής)
LSJ (διαιτητής)
Middle Liddell (διαιτητής)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαιτητής (VERB) 4
διαιτητής (ADJ) 1

Form List

form parse count
διαιτητὴς NOM.SG MASC 25
διαιτητής NOM.SG MASC 6
Διαιτητήϲ NOM.SG MASC 1
διαιτητήϲ NOM.SG MASC 1
διαιτητὴν ACC.SG MASC 37
διαιτητήν ACC.SG MASC 12
διαιτητοῦ GEN.SG MASC 19
διαιτητῇ DAT.SG MASC 42
διαιτηταὶ NOM.PL MASC 12
διαιτηταί NOM.PL MASC 4
διαιτητὰς ACC.PL MASC 10
διαιτητάς ACC.PL MASC 5
διαιτητὰϲ ACC.PL MASC 1
διαιτητῶν GEN.PL MASC 20
διαιτηταῖς DAT.PL MASC 8
Διαιτηταί VOC.PL MASC 1
διαιτητοῦ GEN.SG FEM 1
διαιτητῇ DAT.SG FEM 1
Διαιτηταῖϲ DAT.PL FEM 1