καθαρμός NOUN

Count: 251

ShortDef

a cleansing, purification

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καθαρμός)
LSJ (καθαρμός)
Middle Liddell (καθαρμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καθαρμός (VERB) 1

Form List

form parse count
καθαρμὸς NOM.SG MASC 11
καθαρμός NOM.SG MASC 11
καθαρμὸν ACC.SG MASC 44
καθαρμόν ACC.SG MASC 13
καθαρμσμὸν ACC.SG MASC 1
καθαρμοῦ GEN.SG MASC 31
καθαρμῷ DAT.SG MASC 10
καθαρμῶι DAT.SG MASC 1
καθαρμοὶ NOM.PL MASC 8
καθαρμοί NOM.PL MASC 3
Καθαρμοὶ NOM.PL MASC 1
καθαρμοὺς ACC.PL MASC 36
καθαρμούς ACC.PL MASC 16
Καθαρμοὺς ACC.PL MASC 2
Καθαρμούς ACC.PL MASC 1
Καθαρμοὺϲ ACC.PL MASC 1
καθαρμοὺϲ ACC.PL MASC 1
καθαρμούϲ ACC.PL MASC 1
καθαρμῶν GEN.PL MASC 29
Καθαρμῶν GEN.PL MASC 1
καθαρμοῖς DAT.PL MASC 20
καθαρμοῖσιν DAT.PL MASC 3
καθαρμοῖσί DAT.PL MASC 2
Καθαρμοῖσί DAT.PL MASC 1
Καθαρμοῖς DAT.PL MASC 1
καθαρμοῖσι DAT.PL MASC 1
καθαρμός NOM.SG FEM 1