ἀξιόπιστος ADV
Count: 50
ShortDef
trustworthy
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ἀξιόπιστος)
LSJ (ἀξιόπιστος)
Middle Liddell (ἀξιόπιστος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀξιόπιστος
(ADJ)
486
αξιοπιστος
(NOUN)
2
ἀξιοπίστος
(ADV)
1
ἀξίοπιστος
(ADJ)
1
αξιοπιστος
(ADJ)
1
ἀξιόπιστος
(NOUN)
1
ἀξίοπιστος
(NOUN)
1
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
ἀξιοπίστως | INDECL | 49 |
ἀξιοπιστότερον | @@@ -------c | 1 |