βεβαιότης NOUN

Count: 125

ShortDef

firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βεβαιότης)
LSJ (βεβαιότης)
Lexicon Thucydideum (βεβαιότης)
Middle Liddell (βεβαιότης)

Form List

form parse count
βεβαιότης NOM.SG FEM 14
βεβαιότητα ACC.SG FEM 49
βεβαιότητά ACC.SG FEM 1
βεβαιότητος GEN.SG FEM 32
βεβαιότητός GEN.SG FEM 3
βεβαιότης GEN.SG FEM 1
βεβαιότητι DAT.SG FEM 24
βεβαιότητα ACC.PL FEM 1