κατηγόρημα NOUN

Count: 226

ShortDef

an accusation, charge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατηγόρημα)
LSJ (κατηγόρημα)
Middle Liddell (κατηγόρημα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατηγορήμα (NOUN) 1
κατηγόρημα (VERB) 2
κατηγόρημα (ADJ) 1

Form List

form parse count
κατηγόρημα NOM.SG FEM 1
κατηγόρημά NOM.SG FEM 1
κατηγόρημα NOM.SG NEUT 50
κατηγόρημά NOM.SG NEUT 2
κατηγόρημα ACC.SG NEUT 39
κατηγόρημά ACC.SG NEUT 2
κατηγορήματος GEN.SG NEUT 23
κατηγορήματοϲ GEN.SG NEUT 1
κατηγορήματι DAT.SG NEUT 2
κατηγορήματα NOM.PL NEUT 22
κατηγορήματά NOM.PL NEUT 2
κατηγορήματα ACC.PL NEUT 24
Κατηγόρημα ACC.PL NEUT 1
κατηγορήματά ACC.PL NEUT 1
κατηγορημάτων GEN.PL NEUT 46
Κατηγορημάτων GEN.PL NEUT 2
κατηγορημάτῶν GEN.PL NEUT 1
γορημάτων GEN.PL NEUT 1
κατηγορήμασιν DAT.PL NEUT 4
κατηγορήμασι DAT.PL NEUT 1