σχηματισμός NOUN

Count: 338

ShortDef

the assumption of a certain form

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σχηματισμός)
LSJ (σχηματισμός)
Middle Liddell (σχηματισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

σχηματισμὸς (NOUN) 1

Form List

form parse count
σχηματισμὸς NOM.SG MASC 36
σχηματισμός NOM.SG MASC 15
σχηματιομὸς NOM.SG MASC 1
Σχηματισμός NOM.SG MASC 1
σχηματισμὸν ACC.SG MASC 46
σχηματισμόν ACC.SG MASC 18
σχηματισ ACC.SG MASC 1
σχηματισμοῦ GEN.SG MASC 25
σχηματισμῷ DAT.SG MASC 17
σχηματισμῇ DAT.SG MASC 1
σχηματισμοὶ NOM.PL MASC 28
σχηματισμοί NOM.PL MASC 4
σχηματισμοὺς ACC.PL MASC 54
σχηματισμούς ACC.PL MASC 16
σχηματισμοὺςἰδίους ACC.PL MASC 1
συσχηματισμοὐς ACC.PL MASC 1
σχηματισμῶν GEN.PL MASC 46
σχηματισμοῖς DAT.PL MASC 25
σχηματισ DAT.PL MASC 1
σχηματισμός NOM.SG FEM 1