διαλογισμός NOUN

Count: 291

ShortDef

a balancing of accounts

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαλογισμός)
LSJ (διαλογισμός)
Middle Liddell (διαλογισμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαλογισμός (VERB) 3

Form List

form parse count
διαλογισμὸς NOM.SG MASC 14
διαλογισμός NOM.SG MASC 3
Διαλογισμὸς NOM.SG MASC 2
διαλογιϲμόϲ NOM.SG MASC 1
διαλογισμὸν ACC.SG MASC 16
διαλογισμόν ACC.SG MASC 4
διαλογισμοῦ GEN.SG MASC 17
διαλογισμῷ DAT.SG MASC 10
διαλογισμοὶ DAT.SG MASC 2
διαλογισμοὶ NOM.PL MASC 50
διαλογισμοί NOM.PL MASC 24
διαλογισμοὺς ACC.PL MASC 58
διαλογισμούς ACC.PL MASC 12
διαλογισμοὺςτῶν ACC.PL MASC 1
διαλογισμῶν GEN.PL MASC 40
διαλογισμοῖς DAT.PL MASC 37