περίβλεπτος ADJ

Count: 202

ShortDef

looked at from all sides, admired of all observers

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περίβλεπτος)
LSJ (περίβλεπτος)
Middle Liddell (περίβλεπτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περίβλεπτος (NOUN) 4
περίβλεπτος (VERB) 4
περίβλεπτος (ADV) 1

Form List

form parse count
περίβλεπτος NOM.SG MASC 58
περίβλεπτός NOM.SG MASC 3
περίβλεπτοϲ NOM.SG MASC 3
Περίβλεπτοϲ NOM.SG MASC 1
περίβλεπτον ACC.SG MASC 18
περίβλεπτόν ACC.SG MASC 1
περιβλέπτου GEN.SG MASC 1
περιβλέπτῳ DAT.SG MASC 1
περίβλεπτοι NOM.PL MASC 17
περίβλεπτοί NOM.PL MASC 2
περιβλέπτους ACC.PL MASC 8
περιβλέπτοις DAT.PL MASC 1
περίβλεπτος NOM.SG FEM 5
Περίβλεπτος NOM.SG FEM 1
περίβλεπτον ACC.SG FEM 20
περιβλέπτου GEN.SG FEM 4
περιβλέπτῳ DAT.SG FEM 1
περίβλεπτοι NOM.PL FEM 1
περιβλέπτους ACC.PL FEM 2
περίβλεπτον NOM.SG NEUT 4
περίβλεπτον ACC.SG NEUT 19
περιβλέπτῳ DAT.SG NEUT 1
περιβόητα NOM.PL NEUT 5
περίβλεπτα NOM.PL NEUT 2
περίβλεπτά NOM.PL NEUT 1
περιβόητα ACC.PL NEUT 12
περίβλεπτα ACC.PL NEUT 4
περίβλεπτά ACC.PL NEUT 1
περιβλέπτων GEN.PL NEUT 1
περιβλέπτοις DAT.PL NEUT 1
περιβλεπτοτέρῳ COMP GEN.SG MASC 1
περιβλεπτότατοϲ SUP NOM.SG MASC 1
περιβλεπτότατοι SUP NOM.PL MASC 1