περιεργία NOUN

Count: 162

ShortDef

over-exactness

Dictionaries

LSJ (περιεργία)
Middle Liddell (περιεργία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περιεργία (NOUN) 1

Form List

form parse count
περιεργία NOM.SG FEM 17
περιεργίη NOM.SG FEM 1
περιεργίαν ACC.SG FEM 36
περιεργίην ACC.SG FEM 2
περιεργίας GEN.SG FEM 59
περιεργίαϲ GEN.SG FEM 3
περὶεργίας GEN.SG FEM 1
περιεργίᾳ DAT.SG FEM 18
περιεργίαι NOM.PL FEM 4
περιεργίας ACC.PL FEM 8
περιεργίαις DAT.PL FEM 11
περιεργιαις DAT.PL FEM 1
περιεργίαιϲ DAT.PL FEM 1