διάλειμμα NOUN

Count: 262

ShortDef

an interval

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάλειμμα)
LSJ (διάλειμμα)
Middle Liddell (διάλειμμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαλείμμα (NOUN) 1
διάλειμμα (ADJ) 2

Form List

form parse count
διαλείμμαϲιν DAT.PL 1
διάλειμμα NOM.SG NEUT 21
Διάλειμμα NOM.SG NEUT 1
διάλειμμα ACC.SG NEUT 51
διάλειμμά ACC.SG NEUT 2
διαλείμματος GEN.SG NEUT 40
διαλείμματός GEN.SG NEUT 2
διαλείμματοϲ GEN.SG NEUT 2
διαφάλματος GEN.SG NEUT 1
Διαλείμματοϲ GEN.SG NEUT 1
διαψάλματός GEN.SG NEUT 1
διαλείμματι DAT.SG NEUT 9
διαψάλματι DAT.SG NEUT 1
διαλείμματα NOM.PL NEUT 13
διαλείμματα ACC.PL NEUT 28
διαλείμ ACC.PL NEUT 1
διαλειμμάτων GEN.PL NEUT 65
διαλείμμασι DAT.PL NEUT 11
διαλείμμασιν DAT.PL NEUT 10
διαλείμμαϲιν DAT.PL NEUT 1