σικελιώτης NOUN

Count: 252

ShortDef

a Sicilian Greek

Dictionaries

LSJ (Σικελιώτης)
Middle Liddell (Σικελιώτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

σικελιώτης (ADJ) 16

Form List

form parse count
Σικελιώτης NOM.SG MASC 22
Σικελιώτηϲ NOM.SG MASC 5
Ϲικελιώτηϲ NOM.SG MASC 3
Σικελιώταϲ NOM.SG MASC 1
Σικελιώτην ACC.SG MASC 5
Σικελίδαν ACC.SG MASC 1
Σικελιώτου GEN.SG MASC 6
Ϲικελιώτου GEN.SG MASC 2
Σικελίδου GEN.SG MASC 1
Σικελιώτῃ DAT.SG MASC 4
Σικελιῶται NOM.PL MASC 51
Ϲικελιῶται NOM.PL MASC 3
ΣΙΚΕΛΙΩΤΑΙ NOM.PL MASC 1
Σικελιώτας ACC.PL MASC 39
Σικελιώταϲ ACC.PL MASC 1
Σικελιωτῶν GEN.PL MASC 70
Σικελιώταις DAT.PL MASC 30
Σικελιώταιϲ DAT.PL MASC 3
Σικελιῶται VOC.PL MASC 1
Σικελιῶτις NOM.SG FEM 1
Σικελιώτιδι DAT.SG FEM 1
Σικελιωτίδων GEN.PL FEM 1