δεικτικός ADJ

Count: 466

ShortDef

able to show

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δεικτικός)
LSJ (δεικτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δεικτικός (ADV) 158
δεικτικός (NOUN) 6

Form List

form parse count
δεικτικὸς NOM.SG MASC 26
δεικτικός NOM.SG MASC 16
δεικτικός29 NOM.SG MASC 1
δεικτικὸν ACC.SG MASC 8
δεικτικόν ACC.SG MASC 2
δεικτικοῦ GEN.SG MASC 4
δεικτικῷ DAT.SG MASC 1
δεικτικοὶ NOM.PL MASC 11
δεικτικοί NOM.PL MASC 6
δεικτικοὺς ACC.PL MASC 7
δεικτικούς ACC.PL MASC 2
δεικτικῶν GEN.PL MASC 2
δεικτικοῖς DAT.PL MASC 7
δεικτικοὶ VOC.PL MASC 1
δεικτικὴ NOM.SG FEM 26
δεικτική NOM.SG FEM 11
δεικτικός NOM.SG FEM 1
δεικτικὴν ACC.SG FEM 7
δεικτικῆς GEN.SG FEM 14
δεικτικῆϲ GEN.SG FEM 3
δεικτικῇ DAT.SG FEM 6
δεικτικαὶ NOM.PL FEM 18
δεικτικαί NOM.PL FEM 13
δεικτικὰς ACC.PL FEM 8
δεικτικὰϲ ACC.PL FEM 2
δεικτικοὺς ACC.PL FEM 1
δεικτικάς ACC.PL FEM 1
δεικτικῶν GEN.PL FEM 3
δεικτικαῖς DAT.PL FEM 3
δεικτικαῖϲ DAT.PL FEM 1
δεικτικὸν NOM.SG NEUT 70
δεικτικόν NOM.SG NEUT 38
δεικτικὸν ACC.SG NEUT 46
δεικτικόν ACC.SG NEUT 12
δεικτικοῦ GEN.SG NEUT 1
δεικτικῷ DAT.SG NEUT 15
δεικτικά NOM.PL NEUT 18
δεικτικὰ NOM.PL NEUT 6
δεικτικὰ ACC.PL NEUT 13
δεικτικά ACC.PL NEUT 4
δεικτικῶν GEN.PL NEUT 18
δεικτικοῖς DAT.PL NEUT 8
Δεικτικώτεραι COMP NOM.PL FEM 1
δεικτικώτεραι COMP NOM.PL FEM 1
δεικτικώτερον COMP NOM.SG NEUT 1
δεικτικώτερον COMP ACC.SG NEUT 1
δεικτικώτερα COMP NOM.PL NEUT 1